- πιπεριά
- η перец (плод и растение);
πιπεριές τουρσί — солёный перец;
πιπεριές παραγιομιστές — фаршированный перец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιπεριές τουρσί — солёный перец;
πιπεριές παραγιομιστές — фаршированный перец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
πιπεριά — η 1. θάμνος του μαύρου πιπεριού. 2. το φυτό και ο καρπός του λαχανικού: Φάγαμε σήμερα πιπεριές γεμιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθιμικά τραγούδια — Διάφορα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε λατρευτικά και άλλα έθιμα. Πολλά από αυτά είναι προχριστιανικά και τα τραγουδούσαν σε διάφορες εποχές του έτους με σκοπό μαγικό, παραδείγματος χάριν για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των καρπών και στην… … Dictionary of Greek
καψικός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με κάψα, με θήκη 2. το ουδ. ως ουσ. το καψικό α) το φυτό πιπεριά β) το σφοδρό ψύχος που κατακαίει τους τρυφερούς βλαστούς, η παγωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κάψα (I). Με τη σημ. 2. < κάψα (II)] … Dictionary of Greek
κοκκινοπίπερο — το το πιπέρι που προέρχεται από κόκκινη πιπεριά, το κόκκινο πιπέρι … Dictionary of Greek
λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… … Dictionary of Greek
μωσαϊκό — I Βλ. λ. ψηφιδωτό. Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. II (Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου… … Dictionary of Greek
πάπρικα — η 1. ποικιλία πιπεριάς, η κόκκινη πιπεριά 2. συνεκδ. ο καρπός τής κόκκινης πιπεριάς, το κοκκινοπίπερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. paprika] … Dictionary of Greek
πιπερόδεντρο — το, Ν η πιπεριά … Dictionary of Greek
σκροφουλαριώδη — τα, Ν Βοτ. μεγάλη τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 18 οικογένειες, 870 περίπου γένη και 11.800 περίπου είδη, η οποία παρουσιάζει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον γιατί περιλαμβάνει είδη που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, όπως είναι η βερόνικα,… … Dictionary of Greek
σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… … Dictionary of Greek